- υδρόφωνο
- τοείδος τηλεφωνικού δέκτη, που με τη βύθιση του μέσα στο νερό κάνει αισθητό κάθε υποβρύχιο θόρυβο που παράγεται σε ορισμένη ακτίνα μέσα στη θάλασσα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.