υδρόφωνο

υδρόφωνο
το
είδος τηλεφωνικού δέκτη, που με τη βύθιση του μέσα στο νερό κάνει αισθητό κάθε υποβρύχιο θόρυβο που παράγεται σε ορισμένη ακτίνα μέσα στη θάλασσα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υδρόφωνο — Ηλεκτροακουστική συσκευή παρόμοια με το μικρόφωνο, ειδική για τη μετάδοση και καταγραφή ελαστικών κυμάτων που προκαλούνται μέσα στο νερό. Τα υ. χρησιμοποιούνται από πλοία και υποβρύχια για τον εντοπισμό άλλων υποβρυχίων καθώς και κοπαδιών ψαριών …   Dictionary of Greek

  • υδρ(ο)- — ΝΜΑ 1. πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στο θ. ὑδρ τού ὕδωρ (για την ετυμολ. τού συνθετικού βλ. λ. ύδωρ) 2. πρώτο συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων που έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια ή νόθα αντιδάνεια, το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”